ΦΥΛΛΟΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΜΠΕΛΟ

ΦΥΛΛΟΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΜΠΕΛΟ

Πολλά από τα προβλήματα που συναντάμε στους αμπελώνες οφείλονται στη διαχείριση της θρέψης της αμπέλου. Τα πιθανά αίτια αφθονούν.

Άλλοτε πρόκειται για παραλείψεις του αμπελοκαλλιεργητή και άλλοτε για άγνοια της θρεπτικής κατάστασης του φυτού. Ωστόσο, μια από τις μεθόδους που δίνουν πληροφορίες για το επίπεδο των θρεπτικών στοιχείων των φυτών και μάλιστα από τις καλύτερες, είναι η φυλλοδιαγνωστική.

 Η φυλλοδιαγνωστική εξυπηρετεί δυο σκοπούς: τον προσδιορισμό της θρεπτικής κατάστασης των πρέμνων και την πρόληψη μιας ενδεχόμενης έλλειψης που θα παρουσιαστεί στον αμπελώνα. Με τη χρήση αυτής της μεθόδου οι αμπελουργοί ρυθμίζουν καλύτερα το πρόγραμμα λίπανσης και μειώνουν το κόστος, προσθέτοντας ακριβώς ό,τι χρειάζεται το φυτό.
 Παρότι όμως η ανάλυση των φύλλων δίνει χρήσιμες πληροφορίες για τη θρεπτική κατάσταση των πρέμνων, δεν επιτρέπει από μόνη της τον καθορισμό ενός προγράμματος λίπανσης. Θα πρέπει τα αποτελέσματα να συσχετιστούν και με άλλα δεδομένα, όπως για παράδειγμα με την ανάλυση του εδάφους, τη ζωηρότητα και την παραγωγικότητα των πρέμνων, τη διαχείριση της άρδευσης και τις ποσότητες των λιπασμάτων που έχουν προστεθεί στο παρελθόν. Η γνώση όλων αυτών, σε συνδυασμό με τον τύπο του κρασιού που προσδοκούμε από ένα συγκεκριμένο αμπελοτεμάχιο πρέπει να αποτελέσουν τον οδηγό διαχείρισης της λίπανσης, ώστε να επιτευχθούν τα επιθυμητά αποτελέσματα.
 

ΑΝΑΛΥΣΗ ΦΥΛΛΩΝ Ή ΕΔΑΦΟΥΣ; 

Συχνά δημιουργείται στους καλλιεργητές το ερώτημα: «Γιατί να κάνω ανάλυση φύλλων, αφού έχω κάνει ανάλυση εδάφους»; Η αξία της ανάλυσης εδάφους έγκειται κυρίως στον προσδιορισμό προβλημάτων που σχετίζονται με ανισορροπίες θρεπτικών στοιχείων ή προβλήματα σχετικά με το pH  και την αλατότητα του εδάφους. Η ανάλυση αυτή μπορεί να δώσει στοιχεία για το τι είναι διαθέσιμο στα φυτά. Δε δίνει όμως επαρκείς πληροφορίες για την αλληλεπίδραση μεταξύ εδάφους και πρέμνων. Το βάθος, η δομή και η υδατοχωρητικότητα του εδάφους, οι διαφορές που έχουν μεταξύ τους οι ποικιλίες και τα υποκείμενα, συνδυασμό με τις διάφορες καλλιεργητικές φροντίδες που μπορούν να εφαρμοστούν, επιδρούν στο πώς ένα πρέμνο απορροφά θρεπτικά από το έδαφος. Η ανάλυση φύλλων είναι μια άμεση μέτρηση των θρεπτικών στοιχείων που υπάρχουν στο φυτό, γι’ αυτό η φυλλοδιαγνωστική είναι πιο αξιόπιστη μέθοδος. Παρ’ όλα αυτά, η ανάλυση εδάφους είναι και αυτή σημαντική και δίνει κατευθύνσεις όσον αφορά τη λίπανση.

 

Η ΣΩΣΤΗ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ

 Θέματα που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τη δειγματοληψία για φυλλοδιαγνωστική εξέταση αφορούν την ηλικία των πρέμνων, τη χρονική στιγμή της δειγματοληψίας και την ύπαρξη ή μη συγκεκριμένων προβλημάτων. 

Ηλικία πρέμνων: σε πρέμνα ηλικίας ενός ή δυο ετών, που δεν έχουν μπει στην παραγωγική διαδικασία, δεν είναι απαραίτητη να εφαρμοστεί η φυλλοδιαγνωστική, εκτός αν τα φύλλα εμφανίσουν κάποια συμπτώματα. Όταν τα πρέμνα μπουν στην παραγωγή, δηλαδή από τον τρίτο χρόνο, μπορούμε να εφαρμόζουμε τη φυλλοδιαγνωστική ετησίως, μέχρι να σταθεροποιηθεί η παραγωγή και να προσδιοριστούν οι ετήσιες ανάγκες σε λιπάσματα. Για πρέμνα μεγαλύτερης ηλικίας η φυλλοδιαγνωστική μπορεί να εφαρμόζεται κάθε τρία χρόνια. Μια αποτελεσματική πρακτική είναι ο χωρισμός του αμπελώνα σε τρία μέρη και η εφαρμογή ανάλυσης φύλλων σε ένα κομμάτι κάθε χρονιά. Έτσι, σε τρία χρόνια η ανάλυση θα ολοκληρωθεί σε όλον τον αμπελώνα.

 Χρόνος δειγματοληψίας: η δειγματοληψία μπορεί να γίνει σε δυο διαφορετικές χρονικές στιγμές της βλαστικής περιόδου: κατά την άνθιση και κατά τον περκασμό. Σε γενικές στιγμές, προτιμότερη είναι η δειγματοληψία κατά την άνθιση, όταν έχει πέσει το 50-80% περίπου των πηλιδίων. Σε αυτήν τη χρονική στιγμή τα πρέμνα δείχνουν σημάδια για τυχόν ελλείψεις κι έχουν φτάσει σε ένα στάδιο όπου τα φύλλα τους είναι επαρκώς ώριμα. Η περίοδος αυτή είναι επίσης κατάλληλη για να προσδιοριστεί το πρόγραμμα λίπανσης και να διορθωθούν οποιεσδήποτε ελλείψεις θρεπτικών στοιχείων, πριν αρχίσει η ωρίμανση των σταφυλιών. Η συλλογή του δείγματος είναι προτιμότερο να γίνεται μέχρις τις 10:00, πριν εμφανιστεί υδατικό στρες και πριν πραγματοποιηθεί μεταφορά θρεπτικών στοιχείων. Από την άλλη μεριά, η περίοδος του περκασμού κρίνεται η πλέον κατάλληλη ώστε να πάρουμε πληροφορίες για την ισορροπία καλίου-μαγνησίου.
Διάγνωση προβλημάτων: Για προβληματικές περιοχές του αμπελώνα προτείνεται να συλλεγούν δυο δείγματα: ένα από την περιοχή όπου παρουσιάζεται το πρόβλημα κι ένα από την περιοχή όπου τα πρέμνα δεν εμφανίζουν προβλήματα. Από τα αποτελέσματα των αναλύσεων και τη σύγκριση των δυο δειγμάτων είναι πιθανό να δοθούν κάποιες απαντήσεις για τη φύση του προβλήματος ή και να αποσαφηνιστεί εάν αυτό σχετίζεται ή όχι με το επίπεδο θρεπτικών στοιχείων των πρέμνων.

ΟΔΗΓΟΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΘΡΕΠΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΤΑ ΦΥΛΛΑ

 

ΘΡΕΠΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΑΝΕΠΑΡΚΕΣ

ΟΡΙΑΚΑ ΕΠΑΡΚΕΣ

ΕΠΑΡΚΕΣ

ΥΨΗΛΟ

ΤΟΞΙΚΟ

Άζωτο (%)

 

 

0.80-1.00

 

 

Νιτρικό άζωτο(ppm)

<340

340-499

500-1200

>1200

 

Φώσφορος (%)

<0.15

0.15-0.24

0.25-0.50

>0.50

 

Κάλιο (%)

<1.0

1.0-1.7

1.8-3.0

 

 

Ασβέστιο (%)

 

 

1.2-2.5

 

 

Μαγνήσιο (%)

<0.30

0.30-.39

>0.40

0.40-0.50

>0.50

Νάτριο (%)

 

 

0.1-0.30

1.0-1.5

>1.5

Χλώριο(%)

 

 

<1.0

 

 

Ψευδάργυρος (ppm)

<15

15-26

>26

 

 

Μαγγάνιο (ppm)

<20

20-29

30-60>500

 

 

Σίδηρος (ppm)

 

7

70

 

 

Χαλκός (ppm)

<3

3.6

>6

 

 

Βόριο (ppm)

<25

26-30

30-100

 

>100

 

ΓΙΑ ΑΚΡΙΒΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

 Η ακρίβεια των αποτελεσμάτων της φυλλοδιαγνωστικής μεθόδου εξαρτάται από το πόσο αντιπροσωπευτικό είναι το δείγμα. Κατά κανόνα, ένα δείγμα δε μπορεί να παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για αμπελοτεμάχιο μεγάλης έκτασης (π.χ. μεγαλύτερο από 40 στρέμματα). Η δειγματοληψία θα πρέπει να εφαρμόζεται σε ένα αμπελοτεμάχιο με σχετικά ομοιόμορφο έδαφος και φυτά ίδιας ποικιλίας, ίδιου υποκειμένου και παραπλήσιας ηλικίας, ζωηρότητας και υγείας. Εάν υπάρχουν περισσότερο από μια ποικιλίες τότε θα πρέπει να ληφθεί ξεχωριστό δείγμα από κάθε μια εξ αυτών. Επίσης, στο τμήμα του αμπελώνα που γίνεται η ανάλυση θα πρέπει να εφαρμόζονται οι ίδιες καλλιεργητικές μέθοδοι. Για παράδειγμα, αμπελοτεμάχια όπου εφαρμόζεται άρδευση δε μπορούν να συνδυαστούν με μη αρδευόμενα, ακόμα και αν έχουν τον ίδιο τύπο εδάφους. Από την άλλη μεριά, η δειγματοληψία θα πρέπει να γίνεται την ίδια ημέρα, ενώ τα δείγματα δεν πρέπει να λαμβάνονται από πρέμνα που βρίσκονται στα όρια του αμπελώνα ή κοντά σε χωματόδρομους. Για καλύτερα αποτελέσματα, πρέπει να γίνεται κατά μήκος μιας τεθλασμένης γραμμής μέσα στο αμπελοτεμάχιο.
 

ΦΥΛΛΟΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΒΗΜΑ ΠΡΟΣ ΒΗΜΑ

 Για να πάρουμε δείγμα από ένα ορισμένο αμπελοτεμάχιο κατά την περίοδο της άνθισης συλλέγουμε τυχαία πρέμνα που αντιπροσωπεύουν τη μέση κατάσταση αυτού. Σε κάθε ένα από αυτά τα πρέμνα επιλέγουμε δυο κύριους, γόνιμους βλαστούς, οι οποίοι είναι επαρκώς εκτεθειμένοι στην ηλιακή ακτινοβολία κι έχουν κανονική ζωηρότητα. Η επιλογή των βλαστών γίνεται και από τις δυο πλευρές του φυλλώματος. Στη συνέχεια αφαιρούμε το φύλλο που βρίσκεται απέναντι από το κατώτερο σταφύλι, κόβουμε το έλασμα και κρατάμε το μίσχο. Συλλέγουμε περίπου 100 μίσχους, οι οποίοι αποτελούν το δείγμα. Αν οι μίσχοι είναι μικροί, θα πρέπει να συλλεγούν περισσότεροι, ώστε να υπάρχει αρκετό υλικό για ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα.
 
Η δειγματοληψία κατά τον περκασμό είναι παρόμοιας διαδικασίας, με τη διαφορά ότι επιλέγεται το πλέον πρόσφατα ώριμο φύλλο στον κύριο βλαστό. Το φύλλο αυτό είναι το τελευταίο του βλαστού που έχει αποκτήσει πλήρες μέγεθος την περίοδο της δειγματοληψίας και είναι συνήθως το 6ο ή το 7ο φύλλο από την αυξανόμενη κορυφή ενός ενεργά αναπτυσσόμενου βλαστού. Στη συνέχεια, το δείγμα σε χάρτινη σακούλα, στην οποία αναγράφονται το όνομα, ο χώρος και η ημερομηνία συλλογής, καθώς και η ποικιλία, το αμπελοτεμάχιο όπου συλλέχτηκε το δείγμα και η κατάσταση του αμπελώνα. Κατόπιν, το δείγμα στέλνεται σε κατάλληλο εργαστήριο όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
 
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται ώστε το δείγμα να μην μολυνθεί από διαφυλλικές λιπάνσεις, οι οποίες θα προκαλέσουν σφάλματα στα αποτελέσματα της ανάλυσης. Συστήνεται επίσης να μη γίνεται δειγματοληψία μετά από διαφυλλική λίπανση, εκτός αν στην ανάλυση δεν πρόκειται να εξεταστούν στοιχεία που περιέχονται στο διάλυμα ψεκασμού. Τα υπολείμματα είναι δύσκολο να φύγουν εντελώς, ακόμα και αν το δείγμα πλυθεί.

Print   Email

Related Articles